- κερατογλύφος
- κερᾱτο-γλύφος [ῠ], ον,A working in horn, Sch.D Il.4.110, EM505.11.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κερατογλύφος — working in horn masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κερατογλύφος — κερατοφλύφος, ον (Α) αυτός που κατεργάζεται τα κέρατα για την κατασκευή τόξων. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας, τος + γλύφος (< γλύφω), πρβλ. λιθο γλύφος, τοκο γλύφος] … Dictionary of Greek
κερατογλύφου — κερατογλύφος working in horn masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κερατογλύφων — κερατογλύφος working in horn masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κέρας — Οστεοειδής έκφυση στο κεφάλι διαφόρων θηλαστικών. Βλ. λ. κέρατα.(Γεωλ.) Κομμάτι του στερεού φλοιού του εδάφους, το οποίο απέμεινε ως προεξοχή όταν τα γύρω κομμάτια καταβυθίστηκαν. Τυπικό παράδειγμα γεωλογικού κ. είναι ο Ακροκόρινθος. Αν μόνο μία… … Dictionary of Greek